- παραπονώ
- -έω, Μταλαιπωρώ, στενοχωρώ, πικραίνω κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραπονιέμαι — και παραπονιούμαι και παραπονούμαι, έομαι 1. εκφράζω παράπονο για αδικία που μού συνέβη ή για κακό που έπαθα, διαμαρτύρομαι, κλαίγομαι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παραπονεμένος, η, ο λυπημένος, δυσαρεστημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πονώ / ούμαι.… … Dictionary of Greek
parapon — PARÁPON s.n. (înv., reg. şi fam.) Supărare; tristeţe; necaz, ciudă. [acc. şi: parapón] – Din ngr. paráponon. Trimis de valeriu, 03.02.2004. Sursa: DEX 98 PARAPÓN s. v. ciudă, gelozie, invidie, necaz, nemulţumire, neplăcere, pică, pizmă, pornire … Dicționar Român